- αγαλματοφόρος
- ἀγαλματοφόρος, -ον (Α)αυτός που έχει, που διατηρεί κάποια εικόνα στο μυαλό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + -φόρος < φέρω.ΠΑΡ. (αρχ., μσν.) ἀγαλματοφορῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαλματοφόρος — carrying an image in one s mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλματοφορώ — ἀγαλματοφορῶ ( έω) (AM) [ἀγαλματοφόρος] έχω, διατηρώ την εικόνα, τη μορφή κάποιου στο μυαλό μου … Dictionary of Greek